Γεννήθηκε το 1872 στο Μαρούσι, χωριό τότε κοντά στην Αθήνα. Ασκούσε το επάγγελμα του νερουλά μεταφέροντας νερό στα γύρω χωριά. Κατά τη στρατιωτική του θητεία, έγινε διάσημος για την ικανότητά του να τρέχει "πιο γρήγορα από άλογο". Ο Σπύρος Λούης, απλός άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση ούτε ειδική εκπαίδευση, που πάντα φορούσε την ελληνική εθνική ενδυμασία, έγινε μύθος. Πολλοί συγγραφείς του αφιέρωσαν ποιήματα και ύμνους και ο Τύπος τον ανακήρυξε ήρωα. Σήμερα, τ' όνομά του έχει μείνει έκφραση παροιμιώδης (...έγινε Λούης...), που δείχνει τη ζωντάνια αυτού του μύθου. Παρά τη δόξα του, η ζωή του Λούη ήταν δύσκολη. Δούλευε σκληρά για να κερδίσει το βιός του και αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα με την υγεία της γυναίκας του. Πήγε ακόμη και φυλακή, καταδικασμένος άδικα για πλαστογραφία, αλλά το ευρύ κοινό τον υποστήριζε ακόμη. Σύντομα, η δικαιοσύνη τον αναγνώρισε ως θύμα και τον απελευθέρωσε. Κέρδισε την πρώτη θέση στους Ολυμπιακούς αγώνες της ΑΘήνας. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1935 στο Βερολίνο αφιερώθηκαν στο Λούη, ο οποίος πήγε στο Βερολίνο ως επίσημος αντιπρόσωπος της Ελλάδας και μετέφερε το Ολυμπιακό σύμβολο της Ελλάδας, τον κότινο, στεφάνι αγριελιάς. Αυτή ήταν η τελευταία του δημόσια εμφάνιση. Πέθανε το 1940, αφήνοτας πίσω του έναν ισχυρό μύθο που ξεπέρασε την εν ζωή φήμη του.