|
|
|
|
|
|
Σήμερον έρχεται ο Χριστός ο επουράνιος θεός εις την πόλην Βηθανία με κλάδους και βαΐα Εβγάτεσας παρακαλούμε για να σας διηγηθούμε για να μάθετε τι έγινε στην Παλαιστίνη. Εις την πόλιν Βηθανία Μάρθα κλαίει και Μαρία, Λάζαρο τον αδελφό τους τον γλυκύ και καρδιακό τους Τον μοιρολογούν και λέουν τον μοιρολογούν και κλαίουν, τρείς ημέρες τον θρηνούσαν και τον εμοιρολογούσαν. Την ημέρα την Τετάρτη κίνησε ο Χριστός για να 'ρθει. Τότε βγαίνει η Μαρία έξω από την Βηθανία και εμπρός του γόνυ κλίνει και τας πόδας του φιλεί. « Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου δεν θα απέθνησκε ο αδερφός μου μα και 'γω τώρα πιστεύω και καλότατα ηξεύρω ότι δίνεσαι θελήσεις και νεκρούς να αναστήσεις». Λέγει πίστευε Μαρία άγωμεν εις στα μνημεία. Τότε ο Χριστός δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
«Άδη τάρταρε και Χάρε Λάζαρον θε να σου πάρω. Δεύρο έξω Λάζαρε μου φίλε και αγαπητέ μου.» Και παρευθείς από τον Άδη ως εξαίσιον σημάδι ζωντανός σαβανωμένος και με το κερί ζωσμένος. Τότε Μάρθα και Μαρία τότε όλη η Βηθανία μαθητές και Απόστολοι τότε εβγήκαν όλοι. Δόξα τω θεό φωνάζουν και τον Λάζαρο εξετάζουν. Λάζαρε πες μας τι είδες εις τον Άδη που επήγες. Είδα φόβους είδα τρόμους είδα βάσανα και πόνους Δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι της καρδιάς και των χειλέων και μην μ' ερωτάτε πλέον. Και του χρόνου πάλιν να 'λθωμεν μ' υγεία να σας βρούμε στους οίκους χαρούιιενοι κι όλοι να τραγουδούμε
|
|
|
|
|
|
|