|
|
|
|
|
|
Ήταν νωρίς ακόμα και σκέφτηκα να πάω καμιά βόλτα. Περπατώντας στα χαλικόστρωτα δρομάκια το μάτι μου έπεφτε σε πολλά παιδιά .Ξυπόλητα, πεινασμένα, περιφέρονταν εδώ και εκεί. Ζητούσαν χρήματα απλώνοντας τα κοκαλιάρικα χεράκια τους. Με νευρίαζαν αυτά τα παιδιά. Ήξερα πως έτσι έβγαζε το ψωμί της όλη η οικογένεια, μα δεν έδινα δεκάρα. Ποτέ δεν πίστεψα πως υπήρχαν παιδιά που στ' αλήθεια δεν έχουν να φάνε. Στρίβοντας σ' ένα στενό δρομάκι αντίκρισα κάτω ξαπλωμένο και κουλουριασμένο ένα κοριτσάκι. Τα ξανθά μαλλάκια της ανέμιζαν στο σιγανό αέρα και μοιάζανε σαν χρυσαφένια κάτω απ' το φεγγαρόφωτο. Δεν του έδωσα πολλή
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
κίνησα να βρω το κορίτσι. Το βρήκα εκεί ξαπλωμένο, να περιμένει υπομονετικά. Το πήρα μαζί μου στο σπίτι. Το σκέπασα καλά με μια κουβέρτα και του έφτιαξα κάτι να φάει. Δεν ήξερα τι με είχε πιάσει, εγώ που δεν έδινα δεκάρα για αυτά τα παιδιά , ξαφνικά απ' την μια στιγμή στην άλλη το πνεύμα των Χριστουγέννων κατάφερε να με αλλάξει ολοκληρωτικά. Από τότε κάθε παιδί που έβλεπα στο δρόμο το βοηθούσα. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως είχα αλλάξει τόσο. Είχα πια καταλάβει πως όλοι μας έχουμε καλοσύνη μες την καρδιά, αρκεί να έρθει κρυφά το πνεύμα των Χριστουγέννων να την ξυπνήσει. Νικήτα Εύη Μαθήτρια Στ΄ Τάξης
|
|
|
|
|
|
|