ΕΙΣΑΓΩΓΗ

A

1. Μετάβαση των νέων από την εκπαίδευση/αρχική κατάρτιση στην αγορά εργασίας

Αν οι μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές (1) των τελευταίων δεκαετιών επηρέασαν τη σταθερότητα γενικά των εργαζομένων στην αγορά εργασίας, οι επιπτώσεις τους ήταν πολύ πιο έντονες στην απασχόληση των νέων, των οποίων η θέση στην αγορά εργασίας έγινε πολύ ευάλωτη, η δε ένταξή τους σ' αυτήν πολύ πιο δύσκολη και προβληματική. Η διαδικασία πλήρους ενσωμάτωσης των νέων στην κοινωνία των ενηλίκων δεν γίνεται πια αυτόματα ούτε είναι σαφώς οριοθετημένη, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αποτελεί το πέρασμα μικρής γέφυρας που συνδέει την εκπαίδευση με την αγορά εργασίας, αλλά φαίνεται να είναι μέρος ενός μακρoχρόνιου ταξιδιού, που αρχίζει πολύ πριν φύγουν οι νέοι από το σχολείο και δεν τελειώνει οπωσδήποτε με την πρώτη είσοδό τους στην αγορά εργασίας.

Αντiστοίχως, o όρος "Μετάβαση", ενώ παλαιότερα εξέφραζε τον παραδοσιακό δρόμο μετακίνησης από το σχολείο απευθείας στον κόσμο της εργασίας, σήμερα έχει διευρυνθεί και εκφράζει, γενικά, τους ποικίλους δρόμους που ακολουθούν οι νέοι μετακινούμενοι μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα, την κατάρτιση και την αγορά εργασίας. Πιο συγκεκριμένα, ο όρος "Μετάβαση από την εκπαίδευση / αρχική κατάρτιση στην εργασία" αναφέρεται στη χρονική περίοδο κατά την οποία οι νέοι μετακινούνται από μια κατάσταση όπου κύρια δραστηριότητα είναι η σχολική φοίτηση (γενική ή επαγγελματική εκπαίδευση) σε μια κατάσταση όπου κυριαρχεί η εργασία (2). Η περίοδος μετάβασης αρχίζει, δηλαδή, από τα πρώτα ακόμη χρόνια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και εκτείνεται έως δύο-τρία χρόνια πριν από την ηλικία των 30. Κατά έναν άλλο ορισμό, η περίοδος μετάβασης αρχίζει το πρώτο ηλικιακό έτος που ποσοστό μικρότερο του 75% του πληθυσμού βρίσκεται στην εκπαίδευση και τελειώνει με το πρώτο ηλικιακό έτος που το 50% του πληθυσμού βρίσκεται στην εργασία και όχι στην εκπαίδευση (3)

Βέβαια η διαδικασία μετακίνησης από την αρχική εκπαίδευση στην εργασία, η αρχική δηλαδή μετάβαση, είναι μόνο μία από τις πολλές που ίσως χρειαστεί να κάνουν οι νέοι στη διάρκεια της ενεργού ζωής τους (4). Είναι όμως ιδιαίτερα σημαντική, επειδή μπορεί να επηρεάσει καταλυτικά το εύρος των ευκαιριών των νέων για εργασία, εκπαίδευση και κατάρτιση σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους.

Η συζήτηση για τη μετάβαση των νέων από το σχολείο στην εργασία έχει αφετηρία τη δεκαετία του 1970. Η οικονομική κρίση που ξεκίνησε την εποχή αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του ρυθμού αύξησης της απασχόλησης και συνακόλουθα αύξηση της ανεργίας, η οποία διατηρείται έκτοτε σε υψηλά επίπεδα. Η κατάσταση αυτή έπληξε και πλήττει περισσότερο συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού, όπως τις γυναίκες αλλά κυρίως τους νεοεισερχομένους στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, οι δυσκολίες στην επαγγελματική ένταξη των νέων δεν περιορίζονται μόνο στην εύρεση εργασίας. Εκτός από την ανεργία οι νέοι άνθρωποι βρίσκονται αντιμέτωποι και με δομικές αλλαγές που έγιναν στο σύστημα απασχόλησης, όπως η επέκταση των διαφόρων μορφών "προσωρινής εργασίας" και η "μερική απασχόληση", αλλαγές οι οποίες δεν εγγυώνται "ποιότητα" στην επαγγελματική τους ένταξη. Ο προβληματισμός για τη μετάβαση των νέων από το σχολείο στην εργασία σύντομα βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος διαφόρων εκπαιδευτικών φορέων αλλά και διεθνών οργανισμών που ασχολούνται με θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής. Ο προβληματισμός εστιάστηκε αρχικά στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νέοι οι οποίοι εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο, και στην αποτελεσματικότητα της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Σήμερα όμως αναγνωρίζεται ότι η μετάβαση ενέχει δυσκολίες και μπορεί να εγκυμονεί κινδύνους για όλους τους νέους, τόσο για εκείνους οι οποίοι αναζητούν απασχόληση πριν ακόμη ή αμέσως μετά την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης όσο και για εκείνους οι οποίοι πριν από την αναζήτηση εργασίας ακολουθούν τριτοβάθμιες σπουδές.

Όλοι οι νέοι χρειάζεται να αποκτήσουν τα κατάλληλα εφόδια που θα τους εξασφαλίσουν απασχόληση όσο το δυνατόν πιο σύντομα μετά την αποφοίτησή τους, αλλά και θα τους βοηθήσουν, μακροπρόθεσμα, να αποφύγουν την εξαίρεσή τους για μεγάλο διάστημα από την αγορά εργασίας, να αντιμετωπίσουν τις απρόβλεπτες αλλαγές της, και να γίνουν αποδοτικοί "μαθητές" σε όλη την ενεργό ζωή τους. Αυτοί θεωρούνται και οι στόχοι της σχετικής με τη "μετάβαση" εκπαιδευτικής πολιτικής.

Θέματα που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τη μετάβαση και αποτελούν τους άξονες των μεταρρυθμίσεων στα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης είναι :

  • η χρονική διάρκεια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης
  • η άρση των φραγμών για την είσοδο των νέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση
  • η δομή και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης και ο εκσυγχρονισμός των αναλυτικών προγραμμάτων
  • ο βαθμός απόκτησης εργασιακών προσόντων στη διάρκεια της εκπαίδευσης και αρχικής κατάρτισης
  • η συμβατότητα των προγραμμάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας
  • ο βαθμός διαφοροποίησης μεταξύ των προγραμμάτων γενικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης
  • το σημείο έναρξης αυτής της διαφοροποίησης, κ.ά.

Οι περισσότερες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις αποσκοπούν μεταξύ άλλων και στην ελαχιστοποίηση της "διαρθρωτικής ανεργίας". Οι οικονομολόγοι θεωρούν ότι η διαρθρωτική ανεργία οφείλεται είτε στις ατέλειες της λειτουργίας της αγοράς είτε στην αναντιστοιχία των γνώσεων, ειδικεύσεων και δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού με τις ανάγκες της παραγωγής και τις απαιτήσεις των θέσεων εργασίας. Η δεύτερη αυτή εκδοχή της διαρθρωτικής ανεργίας αποτελεί σήμερα στους διεθνείς οργανισμούς την κυρίαρχη άποψη όσον αφορά τις δυσκολίες ένταξης των νέων στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, για την αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων, προτείνεται ως λύση η προσαρμογή του περιεχομένου σπουδών στις απαιτήσεις της οικονομίας και της αγοράς εργασίας. Βέβαια, χρειάζεται να επισημανθεί ότι σε αυτή την άποψη αποδίδονται και μειονεκτήματα. Όπως π.χ. ότι παραβλέπει τον ρόλο της μακροοικονομικής συγκυρίας και του ρυθμού μεγέθυνσης στην ικανότητα της οικονομίας να απορροφά το νεοεισερχόμενο στην αγορά εργασίας εργατικό δυναμικό αλλά και ότι δεν αναγνωρίζει την κοινωνικά αναγκαία αυτονομία του εκπαιδευτικού σε σχέση με το παραγωγικό σύστημα λόγω του ευρύτερου κοινωνικού ρόλου της εκπαίδευσης.

Ωστόσο, η "μετάβαση", πέραν των εκπαιδευτικών φορέων, αποτελεί αντικείμενο ενδιαφέροντος και άλλων φορέων, οι οποίοι άμεσα ή έμμεσα χαράσσουν και ασκούν εκπαιδευτική ή/και εργασιακή πολιτική: Υπουργείο Εργασίας, Τοπική Αυτοδιοίκηση, διάφοροι Οργανισμοί, Ινστιτούτα, Ενώσεις Εργοδοτών και Εργαζομένων, κτλ. Όλοι αυτοί οι φορείς, οι οποίοι αποτελούν συνιστώσες του "συστήματος μετάβασης" (5)μιας χώρας, χρειάζονται έγκυρες και τεκμηριωμένες πληροφορίες, για να μπορέσουν να συμβάλουν ουσιαστικά με την πολιτική τους στη βελτίωση της μετάβασης. Όπως, επίσης, πληροφορίες για τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, τις ευκαιρίες κατάρτισης και απασχόλησης που προσφέρονται, τις συνέπειες που συνεπάγονται οι διάφορες εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές κτλ. χρειάζονται και οι ίδιοι οι μαθητές, για να διαμορφώσουν έγκαιρα τα κριτήρια εκείνα που θα τους επιτρέψουν να αποφασίσουν αυτόνομα, συνειδητά και ρεαλιστικά για το μέλλον τους, αλλά και οι καθηγητές και οι γονείς τους, για να είναι με τη σειρά τους σε θέση να τους στηρίξουν αποτελεσματικά στη λήψη των αποφάσεων τους. Ο ΟΟΣΑ, μάλιστα, προτείνει ως βασικά συστατικά στοιχεία ενός αποτελεσματικού "συστήματος μετάβασης" τα εξής (6):

  • υγιή οικονομία
  • σύνδεση αρχικής εκπαίδευσης και κατάρτισης με την αγορά εργασίας
  • διευρυμένες δυνατότητες των εργαζομένων για εκπαίδευση και κατάρτιση
  • δίκτυα ασφάλειας για τις ομάδες υψηλού κινδύνου (πχ. μαθητές που δεν ολοκληρώνουν την υποχρεωτική εκπαίδευση)
  • ανεπτυγμένο δίκτυο υπηρεσιών συμβουλευτικής και επαγγελματικής πληροφόρησης

hr1

2. Μηχανισμοί συγκέντρωσης, επεξεργασίας και διάχυσης σχετικών με τη "μετάβαση" πληροφοριών - Παρατηρητήρια

Στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι σχετικές με την εκπαίδευση/αρχική κατάρτιση και απασχόληση πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την άσκηση πολιτικής στους συγκεκριμένους τομείς, συλλέγονται μέσα από "Έρευνες Αποφοίτων". Μερικές από τις έρευνες αυτές πραγματοποιούνται από τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες, στο πλαίσιο καταγραφής του συνολικού πληθυσμού, ή από τις στατιστικές υπηρεσίες των Υπουργείων Παιδείας και Εργασίας, στο πλαίσιο καταγραφής του μαθητικού και εργατικού δυναμικού (Βέλγιο, Δανία, Σκανδιναβικές χώρες, Γερμανία) και περιλαμβάνουν συνήθως γενικού ενδιαφέροντος στοιχεία για την εγκατάσταση των αποφοίτων του εκπαιδευτικού συστήματος στην αγορά εργασίας. Οι περισσότερες όμως "Έρευνες Αποφοίτων" διεξάγονται με συστηματικό τρόπο και σε διαρκή βάση με τη βοήθεια ενός καλά οργανωμένου συστήματος. Πρόκειται για δομές που έχουν στόχο να παρακολουθούν την εκπαιδευτική και επαγγελματική διαδρομή των αποφοίτων των διαφόρων σχολικών τύπων και των διαφόρων επιπέδων εκπαίδευσης, τις μεταβολές στις απαιτήσεις των εργοδοτών, τη σχέση προσφοράς και ζήτησης στους διάφορους επαγγελματικούς τομείς και κλάδους καθώς και στα διάφορα επαγγέλματα, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Στόχος τους είναι επίσης να αναλύουν τα στατιστικά στοιχεία που συγκεντρώνουν, να τα συγκρίνουν με αντίστοιχα στοιχεία που συλλέγονται από άλλες υπηρεσίες με διαφορετικές μεθόδους και να καταλήγουν σε αξιόπιστα συμπεράσματα.
Οι δομές αυτές είτε ενσωματώνονται στα Υπουργεία Παιδείας και Απασχόλησης είτε συγκροτούνται ως ανεξάρτητα ερευνητικά ινστιτούτα είτε εντάσσονται σε πανεπιστήμια ή άλλους φορείς. Ανάλογα με τις πολιτικές προτεραιότητες, τις αντικειμενικές δυνατότητες και τους περιορισμούς στους πόρους διαφοροποιούνται ως προς τους στόχους, τα είδη των ερευνών που διεξάγουν, τη συχνότητα διεξαγωγής τους, τις διερευνώμενες παραμέτρους, τη μεθοδολογία, το μέγεθος του πληθυσμού/δείγματος, τον τρόπο διάχυσης των αποτελεσμάτων, κτλ.

Οι "Έρευνες Αποφοίτων", στο πλαίσιο των δομών αυτών, διεξάγονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, σε αντιπροσωπευτικά δείγματα αποφοίτων διαφόρων σχολικών τύπων και επιπέδων εκπαίδευσης, 1-3 χρόνια μετά την αποφοίτηση, συνήθως με ταχυδρομικό ερωτηματολόγιο ή τηλεφωνικές συνεντεύξεις και περιλαμβάνουν πλήθος ποσοτικών αλλά και ποιοτικών μεταβλητών, όπως: κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο, σχολική επίδοση, εκπαιδευτική και επαγγελματική διαδρομή, αναδρομική -μηνιαία ή εξαμηνιαία- καταγραφή της επαγγελματικής κατάστασης κατά τη διαδρομή με υποκειμενική εκτίμησή της, επαγγελματική και γεωγραφική κινητικότητα, στάση απέναντι στην εκπαίδευση και την εργασία, αποδοχές, ικανοποίηση από την εργασία, σταθερότητα απασχόλησης, συμμετοχή σε συνεχιζόμενη κατάρτιση, στρατηγικές αναζήτησης και εύρεσης εργασίας, επαγγελματικές προσδοκίες, κτλ. Σε αρκετές περιπτώσεις την έρευνα επισκόπησης σε κάποια χρονική στιγμή μετά την αποφοίτηση (cross sectional survey) ακολουθεί διαχρονική έρευνα για τη διερεύνηση των ιδίων μεταβλητών στην πορεία του χρόνου.

Εκτός Ευρώπης παρόμοιες δομές λειτουργούν από αρκετά χρόνια στη Βόρεια Αμερική (ΗΠΑ, Καναδά), στην Ιαπωνία και στην Αυστραλία, στις περισσότερες περιπτώσεις στο πλαίσιο μεγάλων στατιστικών οργανισμών.

Όσον αφορά συγκριτικά στοιχεία για την εκπαίδευση, την κατάρτιση και την απασχόληση στις διάφορες χώρες της ΕΕ, μπορεί κανείς να αντλήσει από τις εκδόσεις της EUROSTAT και του ΟΟΣΑ. Τα στοιχεία όμως αυτά είναι πολύ γενικά και, συχνά, η σύγκριση είναι δύσκολη λόγω των διαφορετικών εννοιολογικών πλαισίων και της διαφορετικής μεθοδολογίας που υιοθετεί κάθε χώρα. Τα τελευταία χρόνια, με τη στήριξη των Ευρωπαϊκών φορέων (OOΣΑ, CEDEFOP, Eυρωπαϊκό Ίδρυμα Ερευνών, κτλ.) ενισχύθηκε η διαφάνεια μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών και δόθηκε η ευκαιρία στους ερευνητές τους για ανταλλαγή εμπειρίας και γνώσης. Υλοποιήθηκαν συγκριτικά ερευνητικά προγράμματα π.χ. το πρόγραμμα CATEWE στο οποίο συμμετείχαν 7 χώρες (Ιρλανδία, Ολλανδία, Σκωτία, Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο, Πορτογαλία) και αποσκοπούσε, με τη βοήθεια εθνικών ερευνών αποφοίτων (διαχρονικών και μη) και τη χρήση στοιχείων ερευνών εργατικού δυναμικού, στη δημιουργία θεωρητικού πλαισίου συγκριτικής ανάλυσης και ερμηνείας των σχημάτων μετάβασης και των παραγόντων που την επηρεάζουν, στη διερεύνηση των ομοιοτήτων και διαφορών των εθνικών συστημάτων εκπαίδευσης / κατάρτισης και των προϊόντων τους και στη διατύπωση προτάσεων για την εναρμόνιση των εθνικών ερευνών αποφοίτων στις συγκεκριμένες χώρες.

Αξιοσημείωτο είναι το δίκτυο "European Research Network on Transitions in Youth" , το οποίο δημιουργήθηκε το 1992 και στο οποίο συμμετέχουν επιστήμονες από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Αντικείμενο των εργασιών των μελών του είναι κυρίως η μελέτη της μετάβασης σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, οι συγκρίσεις μεταξύ των συστημάτων μετάβασης των ευρωπαϊκών χωρών καθώς και η ανάπτυξη κοινά αποδεκτού εννοιολογικού πλαισίου. H κύρια δραστηριότητα του δικτύου είναι η ετήσια διοργάνωση μιας συνάντησης (annual workshop), όπου τα μέλη του δικτύου παρουσιάζουν εργασίες σε διαφορετική κάθε φορά θεματική ενότητα.

hr1

3. Η κατάσταση στην Ελλάδα

Η χώρα μας, μέχρι πρόσφατα, σχεδόν απουσίαζε από τη συζήτηση και τον προβληματισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τη μετάβαση των νέων από το σχολείο στην αγορά εργασίας. Δεν διέθετε τα αναγκαία έγκυρα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία τα οποία θα επέτρεπαν μια τέτοια συμμετοχή αλλά τα οποία πρωτίστως θα βοηθούσαν στην ανάλυση της σύνθετης σχέσης μεταξύ εκπαιδευτικού συστήματος και αγοράς εργασίας και στη λήψη μέτρων εργασιακής και εκπαιδευτικής εθνικής πολιτικής για τη μετάβαση . Τελευταία, όμως, η αύξηση της ανεργίας, της υποαπασχόλησης και της ετεροαπασχόλησης ανάμεσα στους αποφοίτους όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων, συνετέλεσε στο να ενταθεί ο προβληματισμός και στην Ελλάδα και να συνειδητοποιηθεί η αναγκαιότητα για τη συγκέντρωση και μελέτη τέτοιων στοιχείων. Οι πρώτες προσπάθειες περιορίστηκαν στην επισήμανση του προβλήματος και στην επισκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας και της εμπειρίας άλλων χωρών (7). Παράλληλα έγιναν μικρής κλίμακας έρευνες αποφοίτων στο πλαίσιο εκπόνησης διδακτορικών διατριβών. Σήμερα στη χώρα μας οι συστηματικότερες προσπάθειες συλλογής και μελέτης στοιχείων που αφορούν τη μετάβαση γίνονται από:

α. Το Εθνικό Παρατηρητήριο Απασχόλησης (ΕΠΑ). Το ΕΠΑ είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με διοικητική και λειτουργική αυτοτέλεια, που εποπτεύεται από τον ΟΑΕΔ και έχει ως έργο, μεταξύ άλλων, την καταγραφή και συστηματική ανάλυση βασικών μεγεθών της αγοράς εργασίας και της απασχόλησης και την εξαγωγή συμπερασμάτων για την πολιτική απασχόλησης και την κατάρτιση. Έχει δημιουργήσει και εφαρμόζει μοντέλο καταγραφής και μεσοπρόθεσμης πρόβλεψης των αναγκών επαγγελματικής κατάρτισης και προσδιορισμού ζήτησης ειδικοτήτων και δεξιοτήτων για όλα τα επαγγέλματα. Η τεκμηρίωσή του βασίζεται στα διαθέσιμα, από τις κυριότερες στατιστικές πηγές (ΕΣΥΕ, εργοδότες, έρευνες εργατικού δυναμικού του ΟΑΕΔ), δευτερογενή στοιχεία για θέματα αγοράς εργασίας αλλά και στη διενέργεια ερευνών πεδίου κυρίως σε περιοχές που αντιμετωπίζουν προβλήματα αναδιάρθρωσης του παραγωγικού συστήματος, θύλακες ανεργίας, περιοχές με δημογραφικά προβλήματα κτλ. Το ΕΠΑ είναι προσανατολισμένο αποκλειστικά στην αγορά εργασίας και δεν περιλαμβάνει στο ερευνητικό του πεδίο ζητήματα όπως η μετάβαση στην αγορά εργασίας των αποφοίτων της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και κυρίως η σύνδεση του περιεχομένου των σπουδών τους με τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, θέματα δηλαδή εκπαιδευτικής πολιτικής.

β. Την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (ΕΣΥΕ). Τα στοιχεία τα οποία συλλέγονται στο πλαίσιο των Ερευνών Εργατικού Δυναμικού αποτελούν αφετηρία για στατιστικές επεξεργασίες που δίνουν πολύτιμα συμπεράσματα για τη διαδικασία της μετάβασης. Παράλληλα διενεργούνται και ad hoc έρευνες (8).

γ. Εκπαιδευτικούς φορείς. Στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σχετικά στοιχεία συλλέγονται με έρευνες αποφοίτων που γίνονται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων των Γραφείων Διασύνδεσης των ΑΕΙ και ΤΕΙ. Ενδεικτικά αναφέρονται οι σχετικές μελέτες-έρευνες που έγιναν για τους απόφοιτους μηχανικούς του ΕΜΠ (9), για τους αποφοίτους του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (10) και για τους αποφοίτους του Πανεπιστημίου Κρήτης (11) . Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται η πρόσφατη πανελλαδική έρευνα απορρόφησης αποφοίτων των πανεπιστημίων, που υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του έργου της "Οριζόντιας Δράσης Υποστήριξης των Γραφείων Διασύνδεσης των Πανεπιστημίων" και εκδόθηκε πρόσφατα (12) . Στην έρευνα αυτή αποτυπώνονται, για πρώτη φορά με κοινή μεθοδολογία, ο βαθμός και η ποιότητα ένταξης στην απασχόληση των πτυχιούχων σχεδόν όλων των ελληνικών πανεπιστημίων, 5-7 χρόνια μετά την αποφοίτησή τους. Παρόμοιες έρευνες διεξάγονται από τον ΟΕΕΚ για τους αποφοίτους των ΙΕΚ (13).

Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι ερευνητικές δραστηριότητες του "Παρατηρητηρίου Μετάβασης" του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, το οποίο έχει ως ομάδα στόχο κυρίως τους μαθητές και αποφοίτους της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

 

 

 

 

 

(1) Διεθνοποίηση, επανάσταση της πληροφορίας, οικονομική αναδόμηση ως προϊόν της διεθνοποίησης της αγοράς και της προηγμένης τεχνολογίας, ουσιαστική αναδιοργάνωση του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, αύξηση της άτυπης απασχόλησης, αλλαγές στα επίπεδα απαιτούμενων δεξιοτήτων για τα διάφορα επαγγέλματα, κτλ.

(2) OECD (1998), Thematic Review: The transition from initial education to working life, Interim comparative report, Paris, p. 8.

(3) ο.π. OECD (1998), p. 11.

(4) Στην ξένη βιβλιογραφία ο όρος απαντά ως "transitions"(μεταβάσεις), για να αποδώσει το πλήθος και την ποικιλία των μετακινήσεων από την εκπαίδευση και την κατάρτιση στην αγορά εργασίας.

(5) Ως σύστημα μετάβασης ορίζεται το σύνολο των θεσμών, δομών και διευθετήσεων που συνδέονται με τη διαδικασία μετάβασης, όπως οι εκπαιδευτικοί θεσμοί, τα συστήματα εκπαιδευτικών και επαγγελματικών πληροφοριών, οι υπηρεσίες συμβουλευτικής, οι μηχανισμοί σύνδεσης εκπαίδευσης-αγοράς εργασίας κτλ. [ Smyth E., Gangl M., Raffe D., Hannan D., McCoy S., (2001), A Comparative Analysis of Transitions from Education to Work in Europe (CATEWE): Final Report, ESRI, Dublin ]

(6) OECD (2000), Thematic Review: From initial education to working life: making transitions work, OECD, Paris

(7) ΟΕΕΚ (1994), Μελέτη των μεθόδων καταγραφής των επαγγελματικών αναγκών της αγοράς εργασίας και διερεύνηση ενός συστήματος παρακολούθησης της επαγγελματικής εκπαίδευσης, Αθήνα

(8) ΕΣΥΕ (2000), Μετάβαση από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας, (http://www.statistics.gr/gr_tables/S301_SJO_8_TB_AH_00_Y.pdf)

(9) Γραφείο Διασύνδεσης του ΕΜΠ (2000), Η απορρόφηση των μηχανικών του ΕΜΠ στην αγορά εργασίας, Αθήνα

(10) Γραφείο Διασύνδεσης του Δημοκρίτειου Παν/μίου Θράκης (2004), Μελέτη απορρόφησης αποφοίτων Δ.Π.Θ. (2001-2002), Ξάνθη

(11) Γραφείο Διασύνδεσης του Πανεπιστημίου Κρήτης (2006), Μελέτη απορρόφησης αποφοίτων (1998-2000) του Πανεπιστημίου Κρήτης στην αγορά εργασίας, Ηράκλειο.

(12) Καραμεσίνη Μ. (2008), Η απορρόφηση των πτυχιούχων πανεπιστημίου στην αγορά εργασίας, Αθήνα: Διόνικος

(13) ΟΕΕΚ (2002), Έρευνα Αποφοίτων ΙΕΚ, Αθήνα (Η έρευνα αυτή σχεδιάστηκε από το Παρατηρητήριο Μετάβασης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και υλοποιήθηκε από τον ΟΕΕΚ)